αποκόλληση

αποκόλληση
Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται βλάβη στον αυξητικό χόνδρο, γεγονός που επιφέρει διατάραξη στην αύξηση του οστού που προσβλήθηκε. Πρόκειται για ασθένεια της παιδικής ηλικίας και τα αίτιά της είναι είτε κληρονομικά (κληρονομική σύφιλη, ραχιτισμός, οστεομυελίτιδα) είτε, σπανιότερα, εξωτερικές κακώσεις από βίαιες κινήσεις. Η πάθηση αυτή, που ήταν γνωστή και στην αρχαιότητα, αναφέρεται από τον Ιπποκράτη. α. του αμφιβληστροειδούς. Βλάβη του ματιού κατά την οποία oαμφιβληστροειδής χιτώνας ξεκολλάει από τη στιβάδα του μελάγχρου επιθηλίου, που βρίσκεται στην εξωτερική του επιφάνεια. Η α. αυτή είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής. Στην πρώτη περίπτωση παρατηρείται σε μύωπες μεγάλου βαθμού και είναι βαριά ασθένεια, γιατί απότομα μειώνεται η όραση. Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται η άμεση χειρουργική επέμβαση. Στη δεύτερη περίπτωση, η α. δημιουργείται από φλεγμονές, από καταστροφή των αγγείων του πυθμένα του ματιού και από άλλα αίτια, τα οποία είναι απαραίτητο να επισημανθούν για να καθοριστεί η θεραπευτική αγωγή. α. του πλακούντα. Η α. αυτή γίνεται αυτόματα μετά τον τοκετό, με την αιμορραγία που επακολουθεί. Εάν όμως o πλακούντας δεν ξεκολλήσει και παραμείνει μέσα στη μήτρα μετά την έξοδο του εμβρύου, τότε η α. γίνεται με εξωτερικούς και εσωτερικούς χειρισμούς.
* * *
η
1. το ξεκόλλημα, ο διαχωρισμός δύο πραγμάτων που είναι κολλημένα
2. φρ. «αποκόλληση αμφιβληστροειδή», «αποκόλληση πλακούντα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκόλληση — η το ξεκόλλημα: Έπαθε αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υστεροτοκία — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • υστεροτόκια — (Ιατρ.). Η φάση μετά τον τοκετό του εμβρύου, κατά την οποία βγαίνει από τη μήτρα το ύστερο με τους υμένες του (πλακούντας). Η αποκόλληση του ύστερου γίνεται με φυσική ή με τεχνητή εξώθηση: η φυσική υ. επιτυγχάνεται με τις συστολές της μήτρας και… …   Dictionary of Greek

  • κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… …   Dictionary of Greek

  • αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …   Dictionary of Greek

  • απογείωση — η 1. η ανύψωση από τη Γη 2. η πρώτη φάση της πτήσης ενός αεροσκάφους κατά την οποία επιτυγχάνονται η αποκόλληση από το έδαφος και η άνοδος στην ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απογειώνομαι. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • αποθαλάσσωση — η η πρώτη φάση της πτήσης ενός υδροπλάνου, κατά την οποία επιτυγχάνεται η αποκόλλησή του από την επιφάνεια της θάλασσας και η άνοδός του στην ατμόσφαιρα …   Dictionary of Greek

  • απόξεση — Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από… …   Dictionary of Greek

  • επισπασμός — ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ] 1. εισπνοή 2. (για φίδι) σύρσιμο 3. νύξη, υπαινιγμός 4. αποκόλληση τού εμβρύου 5. απορρόφηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”